φθόριος — destructive masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόριος — ον, ΜΑ [φθορά ή φθόρος] το ουδ. ως ουσ. τὸ φθόριον φαρμακευτικό παρασκεύασμα,χρήσιμο για τη διακοπή τής κύησης, για έκτρωση αρχ. 1. (για φαρμ.) αυτός που προκαλεί φθορά, ιδίως έκτρωση, βλαπτικός·2. φρ. «φθόριον ἕδνον» ποσό που δινόταν στη νύφη ως … Dictionary of Greek
φθόριον — φθόριος destructive masc/fem acc sg φθόριος destructive neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορίοις — φθόριος destructive masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορίου — φθόριος destructive masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορίων — φθόριος destructive masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθορίῳ — φθόριος destructive masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθόρια — φθόριος destructive neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
υποφθόριος — ον, Α (για δόντι) σάπιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + φθόριος «καταστρεπτικός»] … Dictionary of Greek